λησμονιά — η λήθη, ξεχασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπολησμοσύνη — ἡ, Α λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λησμοσύνη «λήθη, λησμονιά»] … Dictionary of Greek
άρνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 461 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * και άρνη, η η λησμονιά, η λήθη («της άρνας το νερό» πρβλ.… … Dictionary of Greek
έκλησις — ἔκλησις, η (Α) πλήρης λήθη, απόλυτη λησμονιά … Dictionary of Greek
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αλησμονησία — η λησμοσύνη, λησμονιά, ξεχασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. τού ρημ. αλησμονώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλησμονησιάρης] … Dictionary of Greek
αλησμονιά — η [αλησμονώ] 1. λησμονιά, λησμοσύνη, ξεχασιά 2. ο τόπος τής αιώνιας λησμονιάς, ο κάτω κόσμος … Dictionary of Greek
αλησμοσύνη — η λησμοσύνη, λησμονιά, λήθη («παρηγοριά ’χει ο θάνατος κι αλησμοσύνη ο χάρος», Δημοτικό). [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + λησμοσύνη] … Dictionary of Greek
απολησμόνηση — η η λησμονιά, η λήθη … Dictionary of Greek
αρνησιά — η [αρνούμαι] 1. ο τόπος όπου οι νεκροί απαρνιούνται, λησμονούν τους ζωντανούς («με πάει στης άρνης τα βουνά, στης αρνησιάς τους κάμπους», μοιρολ.) 2. η λησμονιά, η λήθη («να πιω νερό της αρνησιάς στης άρνας το λαγκάδι», Παλαμάς) … Dictionary of Greek